- ψίλινος
- -ίνη, -ον, Α1. κατασκευασμένος από κλαδιά φοίνικα2. φρ. «στέφανος ψίλινος» — στεφάνι από κλαδιά φοίνικα, το οποίο έφεραν στη Σπάρτη οι αρχηγοί τών χορών κατά τις γυμνοπαιδίες (Σωσίβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον, + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφν-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.